Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγνωστός
διαγογγύζω
Διαγόρας
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφεύς
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
διάγυιος
διαγυμνάζω
διαγυμνόω
διάγω
διαγωγεύς
View word page
διαγραφεύς
one who makes a διάγραμμα

ShortDef

one who makes a διάγραμμα

Debugging

Headword:
διαγραφεύς
Headword (normalized):
διαγραφεύς
Headword (normalized/stripped):
διαγραφευς
IDX:
20912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20913
Key:

Data

{'content': 'one who makes a διάγραμμα'}