Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
Διαγόρας
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφεύς
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
διάγυιος
διαγυμνάζω
διαγυμνόω
View word page
διαγραπτέον
one must strike out, erase
ShortDef
one must strike out, erase
Debugging
Headword:
διαγραπτέον
Headword (normalized):
διαγραπτέον
Headword (normalized/stripped):
διαγραπτεον
IDX:
20910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20911
Key:
Data
{'content': 'one must strike out, erase'}