Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
Διαγόρας
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφεύς
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγρυπνέω
View word page
διαγορεύω
to speak plainly, declare

ShortDef

to speak plainly, declare

Debugging

Headword:
διαγορεύω
Headword (normalized):
διαγορεύω
Headword (normalized/stripped):
διαγορευω
IDX:
20906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20907
Key:

Data

{'content': 'to speak plainly, declare'}