Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
Διαγόρας
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφεύς
View word page
διαγνωστός
to be distinguished

ShortDef

to be distinguished

Debugging

Headword:
διαγνωστός
Headword (normalized):
διαγνωστός
Headword (normalized/stripped):
διαγνωστος
IDX:
20902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20903
Key:

Data

{'content': 'to be distinguished'}