Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
Διαγόρας
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
View word page
διαγνωστικός
able to distinguish

ShortDef

able to distinguish

Debugging

Headword:
διαγνωστικός
Headword (normalized):
διαγνωστικός
Headword (normalized/stripped):
διαγνωστικος
IDX:
20901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20902
Key:

Data

{'content': 'able to distinguish'}