Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγαθοεργός
ἀγαθοθέλεια
ἀγαθοθελής
Ἀγαθοκλῆς
ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθοσύμβουλος
ἀγαθότης
ἀγαθοτυχέω
ἀγαθοφανής
ἀγαθοφόρος
ἀγαθόφρων
ἀγαθόω
ἀγάθυνσις
ἀγαθύνω
ἀγάθωμα
Ἀγάθων
View word page
ἀγαθοσύμβουλος
benesuasor
ShortDef
benesuasor
Debugging
Headword:
ἀγαθοσύμβουλος
Headword (normalized):
ἀγαθοσύμβουλος
Headword (normalized/stripped):
αγαθοσυμβουλος
IDX:
208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-209
Key:
Data
{'content': 'benesuasor'}