Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
Διαγόρας
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
View word page
διάγνωσις
a distinguishing, discernment
ShortDef
a distinguishing, discernment
Debugging
Headword:
διάγνωσις
Headword (normalized):
διάγνωσις
Headword (normalized/stripped):
διαγνωσις
IDX:
20898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20899
Key:
Data
{'content': 'a distinguishing, discernment'}