Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
Διαγόρας
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
View word page
διαγνωρίζω
to make known
ShortDef
to make known
Debugging
Headword:
διαγνωρίζω
Headword (normalized):
διαγνωρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαγνωριζω
IDX:
20897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20898
Key:
Data
{'content': 'to make known'}