Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
Διαγόρας
διαγόρευσις
View word page
διαγνωμονέω
consider, reflect, deliberate

ShortDef

consider, reflect, deliberate

Debugging

Headword:
διαγνωμονέω
Headword (normalized):
διαγνωμονέω
Headword (normalized/stripped):
διαγνωμονεω
IDX:
20895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20896
Key:

Data

{'content': 'consider, reflect, deliberate'}