Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
View word page
διαγνοέω
to be ignorant of

ShortDef

to be ignorant of

Debugging

Headword:
διαγνοέω
Headword (normalized):
διαγνοέω
Headword (normalized/stripped):
διαγνοεω
IDX:
20892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20893
Key:

Data

{'content': 'to be ignorant of'}