Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
View word page
διαγλύφω
to carve in intaglio

ShortDef

to carve in intaglio

Debugging

Headword:
διαγλύφω
Headword (normalized):
διαγλύφω
Headword (normalized/stripped):
διαγλυφω
IDX:
20891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20892
Key:

Data

{'content': 'to carve in intaglio'}