Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγινώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
διαγνωστέον
View word page
διαγλυφή
scooping out

ShortDef

scooping out

Debugging

Headword:
διαγλυφή
Headword (normalized):
διαγλυφή
Headword (normalized/stripped):
διαγλυφη
IDX:
20889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20890
Key:

Data

{'content': 'scooping out'}