Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαγιγνώσκω
διαγινώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διάγνωσις
View word page
διάγλυπτος
carved in intaglio, engraved
ShortDef
carved in intaglio, engraved
Debugging
Headword:
διάγλυπτος
Headword (normalized):
διάγλυπτος
Headword (normalized/stripped):
διαγλυπτος
IDX:
20888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20889
Key:
Data
{'content': 'carved in intaglio, engraved'}