Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγινώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
View word page
διάγλυμμα
scrapings
ShortDef
scrapings
Debugging
Headword:
διάγλυμμα
Headword (normalized):
διάγλυμμα
Headword (normalized/stripped):
διαγλυμμα
IDX:
20887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20888
Key:
Data
{'content': 'scrapings'}