Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγέλως
διάγευσις
διαγεύω
διαγιγγράζω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγινώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διαγνοέω
διάγνοια
View word page
διαγκωνίζομαι
lean on one's elbow

ShortDef

lean on one's elbow

Debugging

Headword:
διαγκωνίζομαι
Headword (normalized):
διαγκωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαγκωνιζομαι
IDX:
20883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20884
Key:

Data

{'content': "lean on one's elbow"}