Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγελάω
διαγέλως
διάγευσις
διαγεύω
διαγιγγράζω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγινώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
View word page
διαγιγνώσκω
to distinguish, discern

ShortDef

to distinguish, discern

Debugging

Headword:
διαγιγνώσκω
Headword (normalized):
διαγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
διαγιγνωσκω
IDX:
20878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20879
Key:

Data

{'content': 'to distinguish, discern'}