Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγελάω
διαγέλως
διάγευσις
διαγεύω
διαγιγγράζω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγινώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
View word page
διαγίγνομαι
to go through, pass

ShortDef

to go through, pass

Debugging

Headword:
διαγίγνομαι
Headword (normalized):
διαγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
διαγιγνομαι
IDX:
20877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20878
Key:

Data

{'content': 'to go through, pass'}