Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγελάω
διαγέλως
διάγευσις
διαγεύω
διαγιγγράζω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγινώσκω
διαγκυλίζομαι
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
View word page
διαγελάω
to laugh at

ShortDef

to laugh at

Debugging

Headword:
διαγελάω
Headword (normalized):
διαγελάω
Headword (normalized/stripped):
διαγελαω
IDX:
20872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20873
Key:

Data

{'content': 'to laugh at'}