Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγελάω
διαγέλως
διάγευσις
διαγεύω
View word page
διαγαπάω
love
ShortDef
love
Debugging
Headword:
διαγαπάω
Headword (normalized):
διαγαπάω
Headword (normalized/stripped):
διαγαπαω
IDX:
20865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20866
Key:
Data
{'content': 'love'}