Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγελάω
View word page
διαγαληνίζω
to make quite calm

ShortDef

to make quite calm

Debugging

Headword:
διαγαληνίζω
Headword (normalized):
διαγαληνίζω
Headword (normalized/stripped):
διαγαληνιζω
IDX:
20862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20863
Key:

Data

{'content': 'to make quite calm'}