Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
View word page
διαβυνέω
to thrust through so as to stop up
ShortDef
to thrust through so as to stop up
Debugging
Headword:
διαβυνέω
Headword (normalized):
διαβυνέω
Headword (normalized/stripped):
διαβυνεω
IDX:
20859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20860
Key:
Data
{'content': 'to thrust through so as to stop up'}