Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποσία
αἱματοποτέω
View word page
αἱμάτιον
a little blood

ShortDef

a little blood

Debugging

Headword:
αἱμάτιον
Headword (normalized):
αἱμάτιον
Headword (normalized/stripped):
αιματιον
IDX:
2085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2086
Key:

Data

{'content': 'a little blood'}