Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
View word page
διαβρωτικός
corrosive
ShortDef
corrosive
Debugging
Headword:
διαβρωτικός
Headword (normalized):
διαβρωτικός
Headword (normalized/stripped):
διαβρωτικος
IDX:
20858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20859
Key:
Data
{'content': 'corrosive'}