Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
View word page
διάβρωσις
eating through
ShortDef
eating through
Debugging
Headword:
διάβρωσις
Headword (normalized):
διάβρωσις
Headword (normalized/stripped):
διαβρωσις
IDX:
20857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20858
Key:
Data
{'content': 'eating through'}