Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
View word page
διάβρωμα
that which is eaten through; worm-eaten wood, parchment
ShortDef
that which is eaten through; worm-eaten wood, parchment
Debugging
Headword:
διάβρωμα
Headword (normalized):
διάβρωμα
Headword (normalized/stripped):
διαβρωμα
IDX:
20856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20857
Key:
Data
{'content': 'that which is eaten through; worm-eaten wood, parchment'}