Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
View word page
διάβροχος
very wet, moist
ShortDef
very wet, moist
Debugging
Headword:
διάβροχος
Headword (normalized):
διάβροχος
Headword (normalized/stripped):
διαβροχος
IDX:
20855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20856
Key:
Data
{'content': 'very wet, moist'}