Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
View word page
διαβροχισμός
catching in a noose

ShortDef

catching in a noose

Debugging

Headword:
διαβροχισμός
Headword (normalized):
διαβροχισμός
Headword (normalized/stripped):
διαβροχισμος
IDX:
20854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20855
Key:

Data

{'content': 'catching in a noose'}