Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
View word page
διαβροχή
maceration
ShortDef
maceration
Debugging
Headword:
διαβροχή
Headword (normalized):
διαβροχή
Headword (normalized/stripped):
διαβροχη
IDX:
20853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20854
Key:
Data
{'content': 'maceration'}