Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύω
διαγ[ειτ]ονία
View word page
διαβρεχής
wet through, soaked

ShortDef

wet through, soaked

Debugging

Headword:
διαβρεχής
Headword (normalized):
διαβρεχής
Headword (normalized/stripped):
διαβρεχης
IDX:
20851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20852
Key:

Data

{'content': 'wet through, soaked'}