Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
View word page
διάβρεγμα
extract prepared by maceration
ShortDef
extract prepared by maceration
Debugging
Headword:
διάβρεγμα
Headword (normalized):
διάβρεγμα
Headword (normalized/stripped):
διαβρεγμα
IDX:
20848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20849
Key:
Data
{'content': 'extract prepared by maceration'}