Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
View word page
διάβραγχος
windpipe (?)

ShortDef

windpipe (?)

Debugging

Headword:
διάβραγχος
Headword (normalized):
διάβραγχος
Headword (normalized/stripped):
διαβραγχος
IDX:
20847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20848
Key:

Data

{'content': 'windpipe (?)'}