Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
View word page
διαβραβεύω
bestow

ShortDef

bestow

Debugging

Headword:
διαβραβεύω
Headword (normalized):
διαβραβεύω
Headword (normalized/stripped):
διαβραβευω
IDX:
20846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20847
Key:

Data

{'content': 'bestow'}