Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
View word page
διαβουνίν
sweetmeat eaten at dessert

ShortDef

sweetmeat eaten at dessert

Debugging

Headword:
διαβουνίν
Headword (normalized):
διαβουνίν
Headword (normalized/stripped):
διαβουνιν
IDX:
20845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20846
Key:

Data

{'content': 'sweetmeat eaten at dessert'}