Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
διαβροχισμός
View word page
διαβούλιον
counsel, deliberation

ShortDef

counsel, deliberation

Debugging

Headword:
διαβούλιον
Headword (normalized):
διαβούλιον
Headword (normalized/stripped):
διαβουλιον
IDX:
20844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20845
Key:

Data

{'content': 'counsel, deliberation'}