Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβροχή
View word page
διαβουλεύω
complete its term, mid. discuss thoroughly
ShortDef
complete its term, mid. discuss thoroughly
Debugging
Headword:
διαβουλεύω
Headword (normalized):
διαβουλεύω
Headword (normalized/stripped):
διαβουλευω
IDX:
20843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20844
Key:
Data
{'content': 'complete its term, mid. discuss thoroughly'}