Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
View word page
διαβουκολέω
to cheat with false hopes

ShortDef

to cheat with false hopes

Debugging

Headword:
διαβουκολέω
Headword (normalized):
διαβουκολέω
Headword (normalized/stripped):
διαβουκολεω
IDX:
20842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20843
Key:

Data

{'content': 'to cheat with false hopes'}