Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
View word page
διαβόσκω
feed

ShortDef

feed

Debugging

Headword:
διαβόσκω
Headword (normalized):
διαβόσκω
Headword (normalized/stripped):
διαβοσκω
IDX:
20840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20841
Key:

Data

{'content': 'feed'}