Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
View word page
διαβόρος
eating through, devouring

ShortDef

eating through, devouring

Debugging

Headword:
διαβόρος
Headword (normalized):
διαβόρος
Headword (normalized/stripped):
διαβορος
IDX:
20839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20840
Key:

Data

{'content': 'eating through, devouring'}