Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
View word page
αἱματικός
of the blood
ShortDef
of the blood
Debugging
Headword:
αἱματικός
Headword (normalized):
αἱματικός
Headword (normalized/stripped):
αιματικος
IDX:
2083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2084
Key:
Data
{'content': 'of the blood'}