Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
διαβούλιον
View word page
διαβόητος
noised abroad, famous

ShortDef

noised abroad, famous

Debugging

Headword:
διαβόητος
Headword (normalized):
διαβόητος
Headword (normalized/stripped):
διαβοητος
IDX:
20834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20835
Key:

Data

{'content': 'noised abroad, famous'}