Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλεύω
View word page
διαβόησις
crying out

ShortDef

crying out

Debugging

Headword:
διαβόησις
Headword (normalized):
διαβόησις
Headword (normalized/stripped):
διαβοησις
IDX:
20833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20834
Key:

Data

{'content': 'crying out'}