Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
View word page
αἱματίζω
stain with blood
ShortDef
stain with blood
Debugging
Headword:
αἱματίζω
Headword (normalized):
αἱματίζω
Headword (normalized/stripped):
αιματιζω
IDX:
2082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2083
Key:
Data
{'content': 'stain with blood'}