Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
διαβόρειος
View word page
διάβλημα
strap passing through

ShortDef

strap passing through

Debugging

Headword:
διάβλημα
Headword (normalized):
διάβλημα
Headword (normalized/stripped):
διαβλημα
IDX:
20828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20829
Key:

Data

{'content': 'strap passing through'}