Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολικός
διάβολος
View word page
διαβλέπω
to look straight before one
ShortDef
to look straight before one
Debugging
Headword:
διαβλέπω
Headword (normalized):
διαβλέπω
Headword (normalized/stripped):
διαβλεπω
IDX:
20827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20828
Key:
Data
{'content': 'to look straight before one'}