Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
View word page
διαβλαστάνω
sprout

ShortDef

sprout

Debugging

Headword:
διαβλαστάνω
Headword (normalized):
διαβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
διαβλαστανω
IDX:
20825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20826
Key:

Data

{'content': 'sprout'}