Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
View word page
διαβιωτέον
one must spend one's life

ShortDef

one must spend one's life

Debugging

Headword:
διαβιωτέον
Headword (normalized):
διαβιωτέον
Headword (normalized/stripped):
διαβιωτεον
IDX:
20824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20825
Key:

Data

{'content': "one must spend one's life"}