Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
View word page
διαβιόω
to live through, pass

ShortDef

to live through, pass

Debugging

Headword:
διαβιόω
Headword (normalized):
διαβιόω
Headword (normalized/stripped):
διαβιοω
IDX:
20823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20824
Key:

Data

{'content': 'to live through, pass'}