Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
View word page
διαβιβρώσκω
to eat up

ShortDef

to eat up

Debugging

Headword:
διαβιβρώσκω
Headword (normalized):
διαβιβρώσκω
Headword (normalized/stripped):
διαβιβρωσκω
IDX:
20822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20823
Key:

Data

{'content': 'to eat up'}