Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
View word page
διαβιβαστικός
transitive
ShortDef
transitive
Debugging
Headword:
διαβιβαστικός
Headword (normalized):
διαβιβαστικός
Headword (normalized/stripped):
διαβιβαστικος
IDX:
20821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20822
Key:
Data
{'content': 'transitive'}