Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
View word page
διαβιβάζω
to carry over

ShortDef

to carry over

Debugging

Headword:
διαβιβάζω
Headword (normalized):
διαβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
διαβιβαζω
IDX:
20819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20820
Key:

Data

{'content': 'to carry over'}